αβάφτιστος

αβάφτιστος
-η, -ο
βλ. αβάπτιστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αβάφτιστος — η, ο εκείνος που δε βαφτίστηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακάθαρτος — η, ο (Α ἀκάθαρτος, ον) 1. αυτός που δεν είναι καθαρός, ο βρόμικος, ο λερωμένος 2. (για τον αέρα) ο μολυσμένος 3. ακάθαρτος στην ψυχή, διεφθαρμένος 4. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, δεν έχει εξαγνιστεί 5. (για υγρά ή στερεά) εκείνος που περιέχει… …   Dictionary of Greek

  • ακολύμπητος — η, ο [κολυμπώ] 1. αυτός που δεν έχει κολυμπήσει, ή που δεν τόν βούτηξαν στο νερό 2. ο αβάφτιστος …   Dictionary of Greek

  • αλάδωτος — η, ο [λαδώνω] 1. αυτός που δεν έχει λάδι, στον οποίο δεν προστέθηκε άρτυμα λαδιού 2. αυτός που δεν αλείφτηκε με λάδι 3. που δεν λερώθηκε με λάδι 4. που από φτώχεια ή για νηστεία δεν έφαγε λάδι 5. (για αλλόθρησκους) χωρίς το χρίσμα, αβάφτιστος 6.… …   Dictionary of Greek

  • ανάλαδος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν περιέχει λάδι, ο άλαδος 2. αυτός που δεν λαδώθηκε με το άγιο Μύρο, αβάφτιστος, αλάδωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + λάδι] …   Dictionary of Greek

  • αφώτιστος — η, ο (AM ἀφώτιστος, ον) 1. αυτός που δεν είναι φωτισμένος, ο σκοτεινός, ο αφεγγής 2. αδιαφώτιστος, απληροφόρητος 3. αβάφτιστος …   Dictionary of Greek

  • Νεκτάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (381 397). Καταγόταν από την Ταρσό της Κιλικίας και ήταν συγκλητικός. Αν και ήταν λαϊκός και μάλιστα αβάφτιστος, εξαιτίας της αγιότητας της ζωής του εκλέχτηκε Πατριάρχης …   Dictionary of Greek

  • αλάδωτος — αλάδωτος, η, ο και αλάδιαστος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει λάδι: Άφησε το φαΐ αλάδωτο. 2. αυτός που δεν αλείφτηκε ή δε λερώθηκε με λάδι: Η μηχανή έμεινε αλάδωτη. – Είχε τα ρούχα του αλάδωτα. 3. αυτός που δε χρίστηκε με άγιο μύρο, ο αβάφτιστος:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμύρωτος — η, ο αυτός που δε χρίστηκε με άγιο μύρο, αβάφτιστος: Περιμένοντας να γυρίσει ο πατέρας είχαν και το παιδί αμύρωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφώτιστος — η, ο 1. ο μη φωτισμένος, ο σκοτεινός: Οι περισσότεροι δρόμοι στις συνοικίες μένουν τη νύχτα αφώτιστοι. 2. αδιαφώτιστος, ακαθοδήγητος, απαίδευτος: Στο θέμα αυτό τον είχαν αφήσει αφώτιστο. 3. αβάφτιστος: Το μωρό τους ήταν ακόμη αφώτιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”